στιγματίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- στιγματίζω < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή στιγματίζω, (σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική stigmatiser ή από την αγγλική stigmatize) [1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /sti.ɣmaˈti.zo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : στι‐γμα‐τί‐ζω
Ρήμα
επεξεργασίαστιγματίζω, αόρ.: στιγμάτισα, παθ.φωνή: στιγματίζομαι, π.αόρ.: στιγματίστηκα, μτχ.π.π.: στιγματισμένος
- (μεταφορικά) αποδοκιμάζω έντονα, επικρίνω κάποιον / κάτι
- ⮡ Στιγματίζουμε την επιπολαιότητα των άλλων.
- (κυριολεκτικά) δημιουργώ σημάδια, στίγματα
Συγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τις λέξεις στίγμα και στίζω
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | στιγματίζω | στιγμάτιζα | θα στιγματίζω | να στιγματίζω | στιγματίζοντας | |
β' ενικ. | στιγματίζεις | στιγμάτιζες | θα στιγματίζεις | να στιγματίζεις | στιγμάτιζε | |
γ' ενικ. | στιγματίζει | στιγμάτιζε | θα στιγματίζει | να στιγματίζει | ||
α' πληθ. | στιγματίζουμε | στιγματίζαμε | θα στιγματίζουμε | να στιγματίζουμε | ||
β' πληθ. | στιγματίζετε | στιγματίζατε | θα στιγματίζετε | να στιγματίζετε | στιγματίζετε | |
γ' πληθ. | στιγματίζουν(ε) | στιγμάτιζαν στιγματίζαν(ε) |
θα στιγματίζουν(ε) | να στιγματίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | στιγμάτισα | θα στιγματίσω | να στιγματίσω | στιγματίσει | ||
β' ενικ. | στιγμάτισες | θα στιγματίσεις | να στιγματίσεις | στιγμάτισε | ||
γ' ενικ. | στιγμάτισε | θα στιγματίσει | να στιγματίσει | |||
α' πληθ. | στιγματίσαμε | θα στιγματίσουμε | να στιγματίσουμε | |||
β' πληθ. | στιγματίσατε | θα στιγματίσετε | να στιγματίσετε | στιγματίστε | ||
γ' πληθ. | στιγμάτισαν στιγματίσαν(ε) |
θα στιγματίσουν(ε) | να στιγματίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω στιγματίσει | είχα στιγματίσει | θα έχω στιγματίσει | να έχω στιγματίσει | ||
β' ενικ. | έχεις στιγματίσει | είχες στιγματίσει | θα έχεις στιγματίσει | να έχεις στιγματίσει | ||
γ' ενικ. | έχει στιγματίσει | είχε στιγματίσει | θα έχει στιγματίσει | να έχει στιγματίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε στιγματίσει | είχαμε στιγματίσει | θα έχουμε στιγματίσει | να έχουμε στιγματίσει | ||
β' πληθ. | έχετε στιγματίσει | είχατε στιγματίσει | θα έχετε στιγματίσει | να έχετε στιγματίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν στιγματίσει | είχαν στιγματίσει | θα έχουν στιγματίσει | να έχουν στιγματίσει |
|
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | στιγματίζομαι | στιγματιζόμουν(α) | θα στιγματίζομαι | να στιγματίζομαι | ||
β' ενικ. | στιγματίζεσαι | στιγματιζόσουν(α) | θα στιγματίζεσαι | να στιγματίζεσαι | ||
γ' ενικ. | στιγματίζεται | στιγματιζόταν(ε) | θα στιγματίζεται | να στιγματίζεται | ||
α' πληθ. | στιγματιζόμαστε | στιγματιζόμαστε στιγματιζόμασταν |
θα στιγματιζόμαστε | να στιγματιζόμαστε | ||
β' πληθ. | στιγματίζεστε | στιγματιζόσαστε στιγματιζόσασταν |
θα στιγματίζεστε | να στιγματίζεστε | (στιγματίζεστε) | |
γ' πληθ. | στιγματίζονται | στιγματίζονταν στιγματιζόντουσαν |
θα στιγματίζονται | να στιγματίζονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | στιγματίστηκα | θα στιγματιστώ | να στιγματιστώ | στιγματιστεί | ||
β' ενικ. | στιγματίστηκες | θα στιγματιστείς | να στιγματιστείς | στιγματίσου | ||
γ' ενικ. | στιγματίστηκε | θα στιγματιστεί | να στιγματιστεί | |||
α' πληθ. | στιγματιστήκαμε | θα στιγματιστούμε | να στιγματιστούμε | |||
β' πληθ. | στιγματιστήκατε | θα στιγματιστείτε | να στιγματιστείτε | στιγματιστείτε | ||
γ' πληθ. | στιγματίστηκαν στιγματιστήκαν(ε) |
θα στιγματιστούν(ε) | να στιγματιστούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω στιγματιστεί | είχα στιγματιστεί | θα έχω στιγματιστεί | να έχω στιγματιστεί | στιγματισμένος | |
β' ενικ. | έχεις στιγματιστεί | είχες στιγματιστεί | θα έχεις στιγματιστεί | να έχεις στιγματιστεί | ||
γ' ενικ. | έχει στιγματιστεί | είχε στιγματιστεί | θα έχει στιγματιστεί | να έχει στιγματιστεί | ||
α' πληθ. | έχουμε στιγματιστεί | είχαμε στιγματιστεί | θα έχουμε στιγματιστεί | να έχουμε στιγματιστεί | ||
β' πληθ. | έχετε στιγματιστεί | είχατε στιγματιστεί | θα έχετε στιγματιστεί | να έχετε στιγματιστεί | ||
γ' πληθ. | έχουν στιγματιστεί | είχαν στιγματιστεί | θα έχουν στιγματιστεί | να έχουν στιγματιστεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι στιγματισμένος - είμαστε, είστε, είναι στιγματισμένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν στιγματισμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν στιγματισμένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι στιγματισμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι στιγματισμένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι στιγματισμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι στιγματισμένοι |
Μεταφράσεις
επεξεργασία (μεταφορική σημασία, με λέξη που σημείναι στίγμα)
προκαλώ στίγματα
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ στιγματίζω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαστιγματίζω
- (ελληνιστική κοινή) άλλη μορφή του στίζω
Πηγές
επεξεργασία- στιγματίζω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.