ΔΦΑ : /sti.ɣmaˈti.zo.me/
τυπογραφικός συλλαβισμός: στιγματίζomai

Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

στιγματίζομαι, π.αόρ.: στιγματίστηκα, μτχ.π.π.: στιγματισμένος