Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
στιγματισμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Μετοχή
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
στιγματισμέν
ος
η
στιγματισμέν
η
το
στιγματισμέν
ο
γενική
του
στιγματισμέν
ου
της
στιγματισμέν
ης
του
στιγματισμέν
ου
αιτιατική
τον
στιγματισμέν
ο
τη
στιγματισμέν
η
το
στιγματισμέν
ο
κλητική
στιγματισμέν
ε
στιγματισμέν
η
στιγματισμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
στιγματισμέν
οι
οι
στιγματισμέν
ες
τα
στιγματισμέν
α
γενική
των
στιγματισμέν
ων
των
στιγματισμέν
ων
των
στιγματισμέν
ων
αιτιατική
τους
στιγματισμέν
ους
τις
στιγματισμέν
ες
τα
στιγματισμέν
α
κλητική
στιγματισμέν
οι
στιγματισμέν
ες
στιγματισμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
στιγματισμένος
<
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
στιγματίζω
Μετοχή
επεξεργασία
στιγματισμένος
, -η, -ο
→
δείτε
τη
λέξη
στιγματίζω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
στιγματισμένος
γαλλικά
:
stigmatisé
(fr)