Ετυμολογία

επεξεργασία
στίζω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική στίζω (χαράζω τατουάζ)

στίζω (παθητική φωνή: (σπάνιο) στίζομαι)

  1. (λόγιο) τοποθετώ σε γραπτό κείμενο κάποιο σημείο στίξης (τελεία, θαυμαστικό κ.λπ.)
  2. (λόγιο) δημιουργώ στίγματα σε μια επιφάνεια
     συνώνυμα: διαστίζω, στιγματίζω
  3. (ειδικότερα) χαράζω τατουάζ

Συγγενικά

επεξεργασία

θέμα στιζ-

θέμα στιγμ-

θέμα στικτ-

θέμα στιξ-

  Μεταφράσεις

επεξεργασία



  Ετυμολογία

επεξεργασία
στίζω, ήδη τον 6ο αιώνα στον Σιμωνίδη < στίγ-jω, μεταπτωτική βαθμίδα στιγ- < (κληρονομημένο) πρωτοελληνική *stiďďō < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *(s)teyg- (τρυπώ, διατρυπώ, νύσσω)[1]

στίζω

  1. χαράζω, κεντώ
     συνώνυμα: στιγματίζω (ελληνιστική κοινή)
  2. στιγματίζω (κακόσημο)
  3. (ελληνιστική σημασία , γραμματική) προσθέτω σημεία στίξης

Συγγενικά

επεξεργασία

θέμα στιζ-

θέμα στιγμ-

θέμα στιγ-

θέμα στικτ-

θέμα στιξ-

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.