νύσσω
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- νύσσω < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα
επεξεργασίανύσσω αττικό νύττω, μέλλοντας: νύξω
- ακουμπώ με κάτι αιχμηρό, τρυπώ, κεντώ, τσιμπώ ή ωθώ, σκουντώ
- βαρώ/ρίχνω πενιά, χορδίζω (αρμονικά όχι κουρδίζω), κιθαρίζω, (παρεμφερές γιατί γίνεται με τα δάχτυλα: αρπίζω)
Κλίση
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- νύσσω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- νύσσω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.