σκουντώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- σκουντώ < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική κουντῶ → και δείτε τη λέξη σκουντάω
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /skunˈdo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σκου‐ντώ
Ρήμα
επεξεργασίασκουντώ
- άλλη μορφή του σκουντάω