Δείτε επίσης: τρυπῶ

  Ετυμολογία

επεξεργασία
τρυπώ < αρχαία ελληνική τρυπάω / τρυπῶ

τρυπώ (παθητική φωνή: τρυπιέμαι)

  1. ανοίγω τρύπα σε κάποιο μέρος
  2. αποκτώ τρύπα
  3. (κατ’ επέκταση) φθείρω
  4. (κατ’ επέκταση) τσιμπώ
  5. (μεταφορικά) ενοχλώ, πληγώνω

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

Εκφράσεις

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία