ενεστώτας pierce
γ΄ ενικό ενεστώτα pierces
αόριστος pierced
παθητική μετοχή pierced
ενεργητική μετοχή piercing

pierce (en)

  1. (μεταβατικό και αμετάβατο) τρυπώ, κάνω μια μικρή τρύπα σε κάτι, ή περνάω από κάτι, με ένα αιχμηρό αντικείμενο
    ⮡  She pierced her ears to put on earrings.
    Τρύπησε τα αυτιά της για να βάλει σκουλαρίκια.
    ⮡  The needle pierced me in the finger.
    Το βελόνι μού τρύπησε το δάχτυλο.
  2. (μεταβατικό & αμετάβατο, λογοτεχνικό) διαπερνάω, περνάω, βλέπω, νιώθω, ή ακούω κάτι ξαφνικά
    ⮡  The sun pierced through the clouds.
    Ο ήλιος διαπέρασα τα σύννεφα.
    ⮡  The cold pierced us to the bone.
    Το κρύο μας πέρασε ως το κόκκαλο.
  3. (μεταβατικό και αμετάβατο) διεισδύω, περνάω με δύναμη μέσα από ένα εμπόδιο
    ⮡  The soldier pierced through enemy lines.
    Οι στρατιώτες διείσδυσαν μέσα από τις εχθρικές γραμμές.
    ⮡  Our forces pierced through the enemy lines.
    Οι δυνάμεις μας πέρασαν δια μέσου των εχθρικών γραμμών.