Ετυμολογία

επεξεργασία
σπαθίζω < σπαθί + -ίζω

σπαθίζω

  1. χρησιμοποιώ ένα σπαθί για να χτυπήσω κάποιον
  2. κινώ στον αέρα ένα σπαθί σαν να ξιφομαχώ με κάποιον
  3. χρησιμοποιώ κάτι σαν σπαθί

Συνώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία