τρυπιέμαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίατρυπιέμαι
- παθητική φωνή του ρήματος τρυπώ
Κλίση
επεξεργασία Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | τρυπιέμαι | τρυπιόμουν(α) | θα τρυπιέμαι | να τρυπιέμαι | ||
β' ενικ. | τρυπιέσαι | τρυπιόσουν(α) | θα τρυπιέσαι | να τρυπιέσαι | ||
γ' ενικ. | τρυπιέται | τρυπιόταν(ε) | θα τρυπιέται | να τρυπιέται | ||
α' πληθ. | τρυπιόμαστε | τρυπιόμαστε τρυπιόμασταν |
θα τρυπιόμαστε | να τρυπιόμαστε | ||
β' πληθ. | τρυπιέστε | τρυπιόσαστε τρυπιόσασταν |
θα τρυπιέστε | να τρυπιέστε | τρυπιέστε | |
γ' πληθ. | τρυπιούνται | τρυπιόνταν(ε) τρυπιούνταν τρυπιόντουσαν |
θα τρυπιούνται | να τρυπιούνται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | τρυπήθηκα | θα τρυπηθώ | να τρυπηθώ | τρυπηθεί | ||
β' ενικ. | τρυπήθηκες | θα τρυπηθείς | να τρυπηθείς | τρυπήσου | ||
γ' ενικ. | τρυπήθηκε | θα τρυπηθεί | να τρυπηθεί | |||
α' πληθ. | τρυπηθήκαμε | θα τρυπηθούμε | να τρυπηθούμε | |||
β' πληθ. | τρυπηθήκατε | θα τρυπηθείτε | να τρυπηθείτε | τρυπηθείτε | ||
γ' πληθ. | τρυπήθηκαν τρυπηθήκαν(ε) |
θα τρυπηθούν(ε) | να τρυπηθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω τρυπηθεί | είχα τρυπηθεί | θα έχω τρυπηθεί | να έχω τρυπηθεί | τρυπημένος | |
β' ενικ. | έχεις τρυπηθεί | είχες τρυπηθεί | θα έχεις τρυπηθεί | να έχεις τρυπηθεί | ||
γ' ενικ. | έχει τρυπηθεί | είχε τρυπηθεί | θα έχει τρυπηθεί | να έχει τρυπηθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε τρυπηθεί | είχαμε τρυπηθεί | θα έχουμε τρυπηθεί | να έχουμε τρυπηθεί | ||
β' πληθ. | έχετε τρυπηθεί | είχατε τρυπηθεί | θα έχετε τρυπηθεί | να έχετε τρυπηθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν τρυπηθεί | είχαν τρυπηθεί | θα έχουν τρυπηθεί | να έχουν τρυπηθεί |
Μεταφράσεις
επεξεργασία τρυπιέμαι
|