Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

διαστίζω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική διαστίζω < δια- + στίζω

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ði.aˈsti.zo/ & /ði̯aˈsti.zo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: δι‐α‐στί‐ζω

  Ρήμα επεξεργασία

διαστίζω, αόρ.: διέστιξα, μτχ.π.π.: διεστιγμένος (χωρίς παθητική φωνή) [1]

  1. (γραμματική) τοποθετώ σημεία στίξεως σε κείμενο
  2. γεμίζω κάποιον ή κάτι με στίγματα
     συνώνυμα: καταστίζω

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τις λέξεις διά, στίζω και στίξη

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

διαστίζω < δια- + στίζω

  Ρήμα επεξεργασία

διαστίζω

  1. χρησιμοποιώ σημεία στίξης, διαστίζω
  2. εντυπώνω, μαρκάρω

Συγγενικά επεξεργασία