Ετυμολογία

επεξεργασία

διαστίζω, αόρ.: διέστιξα, μτχ.π.π.: διεστιγμένος (χωρίς παθητική φωνή) [1]

  1. (γραμματική) τοποθετώ σημεία στίξεως σε κείμενο
  2. γεμίζω κάποιον ή κάτι με στίγματα
     συνώνυμα: καταστίζω

Συγγενικά

επεξεργασία

 και δείτε τις λέξεις διά, στίζω και στίξη

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία
  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)