μαρκάρω
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- μαρκάρω < (άμεσο δάνειο) ιταλική marcar(e) + -ω [1]
ΡήμαΕπεξεργασία
μαρκάρω, πρτ.: μαρκάριζα/μάρκαρα, αόρ.: μαρκάρισα/μάρκαρα, παθ.φωνή: μαρκάρομαι, π.αόρ.: μαρκαρίστηκα, μτχ.π.π.: μαρκαρισμένος
- βάζω τη μάρκα, το σήμα κατατεθέν ή κάποιο άλλο ιδιαίτερο διακριτικό σε αντικείμενο
- (ειδικότερα, για ζώα) βάζω κάποιο μόνιμο σημάδι στο δέρμα του ώστε να ξεχωρίζει ποιος είναι ο ιδιοκτήτης του
- (αθλητισμός) παίρνω θέση πολύ κοντά σε συγκεκριμένο αντίπαλο και τον παρακολουθώ, τον πλευρίζω με τέτοιον τρόπο ώστε να δυσκολεύεται να συμμετάσχει στο παιχνίδι
- είναι τόσο καλός που χρειάζεται να τον μαρκάρουν τουλάχιστον δύο
ΑντώνυμαΕπεξεργασία
Επεξεργασία
ΚλίσηΕπεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
Επεξεργασία
- ↑ μαρκάρω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.