μαρκάρω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μαρκάρω < (άμεσο δάνειο) ιταλική marcar(e) + -ω [1]
Ρήμα
επεξεργασίαμαρκάρω, πρτ.: μαρκάριζα/μάρκαρα, αόρ.: μαρκάρισα/μάρκαρα, παθ.φωνή: μαρκάρομαι, π.αόρ.: μαρκαρίστηκα, μτχ.π.π.: μαρκαρισμένος
- βάζω τη μάρκα, το σήμα κατατεθέν ή κάποιο άλλο ιδιαίτερο διακριτικό σε αντικείμενο
- (ειδικότερα, για ζώα) βάζω κάποιο μόνιμο σημάδι στο δέρμα του ώστε να ξεχωρίζει ποιος είναι ο ιδιοκτήτης του
- (αθλητισμός) παίρνω θέση πολύ κοντά σε συγκεκριμένο αντίπαλο και τον παρακολουθώ, τον πλευρίζω με τέτοιον τρόπο ώστε να δυσκολεύεται να συμμετάσχει στο παιχνίδι
- είναι τόσο καλός που χρειάζεται να τον μαρκάρουν τουλάχιστον δύο
Αντώνυμα
επεξεργασίαΠαράγωγα
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | μαρκάρω | μάρκαρα | θα μαρκάρω | να μαρκάρω | μαρκάροντας | |
β' ενικ. | μαρκάρεις | μάρκαρες | θα μαρκάρεις | να μαρκάρεις | μάρκαρε | |
γ' ενικ. | μαρκάρει | μάρκαρε | θα μαρκάρει | να μαρκάρει | ||
α' πληθ. | μαρκάρουμε | μαρκάραμε | θα μαρκάρουμε | να μαρκάρουμε | ||
β' πληθ. | μαρκάρετε | μαρκάρατε | θα μαρκάρετε | να μαρκάρετε | μαρκάρετε | |
γ' πληθ. | μαρκάρουν(ε) | μάρκαραν μαρκάραν(ε) |
θα μαρκάρουν(ε) | να μαρκάρουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | μαρκάρισα | θα μαρκαρίσω | να μαρκαρίσω | μαρκαρίσει | ||
β' ενικ. | μαρκάρισες | θα μαρκαρίσεις | να μαρκαρίσεις | μαρκάρισε | ||
γ' ενικ. | μαρκάρισε | θα μαρκαρίσει | να μαρκαρίσει | |||
α' πληθ. | μαρκαρίσαμε | θα μαρκαρίσουμε | να μαρκαρίσουμε | |||
β' πληθ. | μαρκαρίσατε | θα μαρκαρίσετε | να μαρκαρίσετε | μαρκαρίστε | ||
γ' πληθ. | μαρκάρισαν μαρκαρίσαν(ε) |
θα μαρκαρίσουν(ε) | να μαρκαρίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω μαρκαρίσει | είχα μαρκαρίσει | θα έχω μαρκαρίσει | να έχω μαρκαρίσει | ||
β' ενικ. | έχεις μαρκαρίσει | είχες μαρκαρίσει | θα έχεις μαρκαρίσει | να έχεις μαρκαρίσει | έχε μαρκαρισμένο | |
γ' ενικ. | έχει μαρκαρίσει | είχε μαρκαρίσει | θα έχει μαρκαρίσει | να έχει μαρκαρίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε μαρκαρίσει | είχαμε μαρκαρίσει | θα έχουμε μαρκαρίσει | να έχουμε μαρκαρίσει | ||
β' πληθ. | έχετε μαρκαρίσει | είχατε μαρκαρίσει | θα έχετε μαρκαρίσει | να έχετε μαρκαρίσει | έχετε μαρκαρισμένο | |
γ' πληθ. | έχουν μαρκαρίσει | είχαν μαρκαρίσει | θα έχουν μαρκαρίσει | να έχουν μαρκαρίσει | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (μεταβατικοί) | ||||||
Παρακείμενος | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) μαρκαρισμένο | |||||
Υπερσυντέλικος | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) μαρκαρισμένο | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) μαρκαρισμένο | |||||
Υποτακτική | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) μαρκαρισμένο |
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | μαρκάρομαι | μαρκαρόμουν(α) | θα μαρκάρομαι | να μαρκάρομαι | ||
β' ενικ. | μαρκάρεσαι | μαρκαρόσουν(α) | θα μαρκάρεσαι | να μαρκάρεσαι | μαρκάρου | |
γ' ενικ. | μαρκάρεται | μαρκαρόταν(ε) | θα μαρκάρεται | να μαρκάρεται | ||
α' πληθ. | μαρκαρόμαστε | μαρκαρόμαστε μαρκαρόμασταν |
θα μαρκαρόμαστε | να μαρκαρόμαστε | ||
β' πληθ. | μαρκάρεστε | μαρκαρόσαστε μαρκαρόσασταν |
θα μαρκάρεστε | να μαρκάρεστε | μαρκάρεστε | |
γ' πληθ. | μαρκάρονται | μαρκάρονταν μαρκαρόντουσαν |
θα μαρκάρονται | να μαρκάρονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | μαρκαρίστηκα | θα μαρκαριστώ | να μαρκαριστώ | μαρκαριστεί | ||
β' ενικ. | μαρκαρίστηκες | θα μαρκαριστείς | να μαρκαριστείς | μαρκαρίσου | ||
γ' ενικ. | μαρκαρίστηκε | θα μαρκαριστεί | να μαρκαριστεί | |||
α' πληθ. | μαρκαριστήκαμε | θα μαρκαριστούμε | να μαρκαριστούμε | |||
β' πληθ. | μαρκαριστήκατε | θα μαρκαριστείτε | να μαρκαριστείτε | μαρκαριστείτε | ||
γ' πληθ. | μαρκαρίστηκαν μαρκαριστήκαν(ε) |
θα μαρκαριστούν(ε) | να μαρκαριστούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω μαρκαριστεί | είχα μαρκαριστεί | θα έχω μαρκαριστεί | να έχω μαρκαριστεί | μαρκαρισμένος | |
β' ενικ. | έχεις μαρκαριστεί | είχες μαρκαριστεί | θα έχεις μαρκαριστεί | να έχεις μαρκαριστεί | ||
γ' ενικ. | έχει μαρκαριστεί | είχε μαρκαριστεί | θα έχει μαρκαριστεί | να έχει μαρκαριστεί | ||
α' πληθ. | έχουμε μαρκαριστεί | είχαμε μαρκαριστεί | θα έχουμε μαρκαριστεί | να έχουμε μαρκαριστεί | ||
β' πληθ. | έχετε μαρκαριστεί | είχατε μαρκαριστεί | θα έχετε μαρκαριστεί | να έχετε μαρκαριστεί | ||
γ' πληθ. | έχουν μαρκαριστεί | είχαν μαρκαριστεί | θα έχουν μαρκαριστεί | να έχουν μαρκαριστεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι μαρκαρισμένος - είμαστε, είστε, είναι μαρκαρισμένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν μαρκαρισμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν μαρκαρισμένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι μαρκαρισμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι μαρκαρισμένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι μαρκαρισμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι μαρκαρισμένοι |
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ μαρκάρω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας