μαρκαρισμένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- μαρκαρισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου μαρκάρω
Μετοχή επεξεργασία
μαρκαρισμένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη μαρκάρω
Μεταφράσεις επεξεργασία
μαρκαρισμένος
|
μαρκαρισμένος, -η, -ο
|