μαρκάρισμα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία- μαρκάρισμα < μαρκάρω
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμαρκάρισμα ουδέτερο
- (ποδόσφαιρο) η προσπάθεια να παρεμποδιστεί η ελευθερία κινήσεων του αντιπάλου
- σημείωση για υπενθύμιση ότι κάτι έχει ελεγχθεί ή αντιθέτως ότι πρέπει να ελεγχθεί στο μέλλον
- σημείωση ή ετικέτα σε ρούχο, όπου αναγράφεται η μάρκα
- (μεταφορικά-λαϊκά) φλερτάρισμα, όταν κάποιος επιλέγει ένα άτομο που το ελκύει
Μεταφράσεις
επεξεργασία μαρκάρισμα
|