φλερτάρισμα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /fleɾˈta.ɾi.zma/
Ουσιαστικό επεξεργασία
φλερτάρισμα ουδέτερο
- η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του φλερτάρω
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη φλερτ
φλερτάρισμα ουδέτερο