διάστιξη
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | διάστιξη | οι | διαστίξεις |
γενική | της | διάστιξης* | των | διαστίξεων |
αιτιατική | τη | διάστιξη | τις | διαστίξεις |
κλητική | διάστιξη | διαστίξεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, διαστίξεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- διάστιξη < (ελληνιστική κοινή) διάστιξις
Ουσιαστικό
επεξεργασίαδιάστιξη θηλυκό
- δημιουργία σειράς κουκίδων, στιγμάτων, τελειών
- (λόγιο) τατουάζ