θαυμαστικό
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- θαυμαστικό: ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου θαυμαστικός, σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική point d'exclamation[1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /θav.ma.stiˈko/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : θαυ‐μα‐στι‐κό
Ουσιαστικό
επεξεργασίαθαυμαστικό ουδέτερο
- σημείο στίξης που τοποθετείται στο τέλος επιφωνηματικών προτάσεων, μετά από επιφωνήματα ή μετά από τύπους της προστακτικής
- δείτε το σύμβολο: ! με επιπλέον χρήσεις και σημασίες
Μεταφράσεις
επεξεργασία θαυμαστικό
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαθαυμαστικό
- αιτιατική ενικού, αρσενικού γένους του θαυμαστικός
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του θαυμαστικός
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ θαυμαστικό - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας