↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το θαυμαστικό τα θαυμαστικά
      γενική του θαυμαστικού των θαυμαστικών
    αιτιατική το θαυμαστικό τα θαυμαστικά
     κλητική θαυμαστικό θαυμαστικά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
θαυμαστικό: ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου θαυμαστικός, σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική point d'exclamation[1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /θav.ma.stiˈko/
τυπογραφικός συλλαβισμός: θαυ‐μα‐στι‐κό

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

θαυμαστικό ουδέτερο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου

επεξεργασία

θαυμαστικό

  Αναφορές

επεξεργασία