Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική στίξῐς αἱ στίξεις
      γενική τῆς στίξεως τῶν στίξεων
      δοτική τῇ στίξει ταῖς στίξεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν στίξῐν τὰς στίξεις
     κλητική ! στίξῐ στίξεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  στίξει
γεν-δοτ τοῖν  στιξέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'πόλις' όπως «πόλις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

στίξις (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική στίζω *στίγ-jω στιγ- + -σις > -ξις

  Ουσιαστικό επεξεργασία

στίξις θηλυκό (ελληνιστική κοινή)

Συγγενικά επεξεργασία

θέμα στιξ-

θέμα στικτ-

για άλλα θέματα → δείτε τη λέξη στίζω

  Πηγές επεξεργασία