↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κόλαση οι κολάσεις
      γενική της κόλασης* των κολάσεων
    αιτιατική την κόλαση τις κολάσεις
     κλητική κόλαση κολάσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, κολάσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κόλαση < αρχαία ελληνική κόλασις < κολάζω (τιμωρώ)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈko.la.si/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

κόλαση θηλυκό

  1. (θρησκεία) ο τόπος όπου, κατά τους χριστιανούς, τιμωρούνται μετά το θάνατο οι ψυχές των αμαρτωλών ανθρώπων
  2. (μεταφορικά) αβάσταχτα σκληρές συνθήκες
    η ζωή μου έχει γίνει μία κόλαση
  3. (μεταφορικά) μεγάλο ξεφάντωμα, απίστευτο γλέντι
    μαζευτήκανε 50 άτομα στο πάρτι και έγινε ... κόλαση!

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία