κόλαση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κόλαση | οι | κολάσεις |
γενική | της | κόλασης* | των | κολάσεων |
αιτιατική | την | κόλαση | τις | κολάσεις |
κλητική | κόλαση | κολάσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, κολάσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- κόλαση < αρχαία ελληνική κόλασις < κολάζω (τιμωρώ)
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίακόλαση θηλυκό
- (θρησκεία) ο τόπος όπου, κατά τους χριστιανούς, τιμωρούνται μετά το θάνατο οι ψυχές των αμαρτωλών ανθρώπων
- (μεταφορικά) αβάσταχτα σκληρές συνθήκες
- η ζωή μου έχει γίνει μία κόλαση
- (μεταφορικά) μεγάλο ξεφάντωμα, απίστευτο γλέντι
- μαζευτήκανε 50 άτομα στο πάρτι και έγινε ... κόλαση!
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία κόλαση
|