γλέντι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | γλέντι | τα | γλέντια |
γενική | του | γλεντιού | των | γλεντιών |
αιτιατική | το | γλέντι | τα | γλέντια |
κλητική | γλέντι | γλέντια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- γλέντι < (άμεσο δάνειο) τουρκική eğlenti
Ουσιαστικό
επεξεργασίαγλέντι ουδέτερο
- έντονη διασκέδαση, συνήθως με ποτό χορό και τραγούδι
- ⮡ το γλέντι κράτησε μέχρι το πρωί
- ⮡ Ε ρε γλέντια..., θα φάμε..., θα πιούμε ... και νηστικοί θα κοιμηθούμε! (Καραγκιόζης)
- ⮡ τα'φαγε όλα στα γλέντια (επί ασωτείας)
- ※ Με την παραπάνω απλοποίηση, το πάρτυ έγινε προσιτό διανοητικά και στους αγοραίους και στους νεόφερτους από το χωριό. Ήταν και «νυχτέρι« και «γλέντι με ρεφενέ». Και το ότι απ'αυτό είχε αποβληθεί το «τραπέζωμα» βοήθησε πολύ στο να γίνει δεκτό απ'τους γονείς (Εμμανουήλ Ζάχος, Πιάτσα, εκδ. Κάκτος, 1980, σελ. 262)
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη γλεντώ