ρεφενέ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίρρημα
επεξεργασίαρεφενέ
- (ανεπίσημο) πληρώνοντας το ατομικό μερίδιο σε μια συλλογική δαπάνη για φαγητό, διασκέδαση κ.λπ.
- ※ Με την παραπάνω απλοποίηση, το πάρτυ έγινε προσιτό διανοητικά και στους αγοραίους και στους νεόφερτους από το χωριό. Ήταν και «νυχτέρι« και «γλέντι με ρεφενέ». Και το ότι απ'αυτό είχε αποβληθεί το «τραπέζωμα» βοήθησε πολύ στο να γίνει δεκτό απ'τους γονείς (Εμμανουήλ Ζάχος, Πιάτσα, εκδ. Κάκτος, 1980, σελ. 262)
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη ρεφενές
Μεταφράσεις
επεξεργασία ρεφενέ
|