νυχτέρι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | νυχτέρι | τα | νυχτέρια |
γενική | του | νυχτεριού | των | νυχτεριών |
αιτιατική | το | νυχτέρι | τα | νυχτέρια |
κλητική | νυχτέρι | νυχτέρια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- νυχτέρι < ελληνιστική κοινή νυκτέριον, ουδέτερο του νυκτέριος < αρχαία ελληνική νύξ
Ουσιαστικό
επεξεργασίανυχτέρι ουδέτερο
- (λαϊκότροπο) δραστηριότητα ή εργασία που γίνεται σχεδόν σε όλη τη διάρκεια της νύχτας
- (λαϊκότροπο, ειδικότερα) ολονύχτιο γλέντι
- ※ Με την παραπάνω απλοποίηση, το πάρτυ έγινε προσιτό διανοητικά και στους αγοραίους και στους νεόφερτους από το χωριό. Ήταν και «νυχτέρι« και «γλέντι με ρεφενέ». Και το ότι απ'αυτό είχε αποβληθεί το «τραπέζωμα» βοήθησε πολύ στο να γίνει δεκτό απ'τους γονείς (Εμμανουήλ Ζάχος, Πιάτσα, εκδ. Κάκτος, 1980, σελ. 262)
- (οινολογία) είδος κρασιού
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη νύχτα
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία νυχτέρι
|