τραπέζωμα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- τραπέζωμα < ελληνιστική τραπέζωμα < τραπεζόω-τραπεζῶ
Ουσιαστικό
επεξεργασίατραπέζωμα ουδέτερο
- η διοργάνωση γεύματος προς κάποιον / κάποιους, η λέξη δείχνει ότι προκαλεί κόπο / ότι έχει κάποια υποχρεωτικότητα, π.χ. για τιμητικούς λόγους
- ⮡ του έδειξαν την ευγνωμοσύνη τους με ένα ωραίο τραπέζωμα
- ※ Με την παραπάνω απλοποίηση, το πάρτυ έγινε προσιτό διανοητικά και στους αγοραίους και στους νεόφερτους από το χωριό. Ήταν και «νυχτέρι« και «γλέντι με ρεφενέ». Και το ότι απ'αυτό είχε αποβληθεί το «τραπέζωμα» βοήθησε πολύ στο να γίνει δεκτό απ'τους γονείς (Εμμανουήλ Ζάχος, Πιάτσα, εκδ. Κάκτος, 1980, σελ. 262)
- ※ Γάμος μέ τραπέζωμα καί ὄργανα λέγεται «ἀνοιχτός». Χωρίς αυτά «κλειστός» (Κυριάκος Δ. Κάσσης, 125 παλιά παραμύθια από τη Μάνη, 1983, σελ. 381)
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία τραπέζωμα
|