τραπέζωμα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- τραπέζωμα < ελληνιστική τραπέζωμα < τραπεζόω-τραπεζῶ
Ουσιαστικό επεξεργασία
τραπέζωμα ουδέτερο
- η πρόσκληση κάποιου σε γεύμα για τιμητικούς λόγους
- του έδειξαν την ευγνωμοσύνη τους με ένα ωραίο τραπέζωμα
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
τραπέζωμα
|