νεόφερτος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /neˈo.feɾ.tos/
Επίθετο
επεξεργασίανεόφερτος, -η, -ο
- που που τον έχουν φέρει πρόσφατα, που έχει έρθει πρόσφατα
- ≈ συνώνυμα: νεοφερμένος
- ※ Με την παραπάνω απλοποίηση, το πάρτυ έγινε προσιτό διανοητικά και στους αγοραίους και στους νεόφερτους από το χωριό. Ήταν και «νυχτέρι« και «γλέντι με ρεφενέ». Και το ότι απ'αυτό είχε αποβληθεί το «τραπέζωμα» βοήθησε πολύ στο να γίνει δεκτό απ'τους γονείς (Εμμανουήλ Ζάχος, Πιάτσα, εκδ. Κάκτος, 1980, σελ. 262)
- που έχει εισαχθεί ή καθιερωθεί πρόσφατα