νεοφερμένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- νεοφερμένος < νεο- + φερμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος φέρνω < μεσαιωνική ελληνική φέρνω < αρχαία ελληνική φέρω
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ne.o.feɾˈme.nos/
Μετοχή
επεξεργασίανεοφερμένος, -η, -ο
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία νεοφερμένος
|