φερμένος
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
ΜετοχήΕπεξεργασία
φερμένος, -η, -ο
- που τον έχουν φέρει από κάπου
- Επειδή το αδοκίμαστο και το απ' αλλού φερμένο // Δεν το αντέχουν οι άνθρωποι... (Οδυσσέας Ελύτης, Μονόγραμμα ΙΙΙ)
- που έχει έρθει από κάπου
- Απ’ τις Ινδίες φερμένος, ποιος το ξέρει // πόσα βιβλία μαζί του να ’χει φέρει (Ζαχαρίας Παπαντωνίου, Ο παπαγάλος)
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
φερμένος