↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο νέοπας οι νέοπες
      γενική του νέοπα των νεόπων
    αιτιατική τον νέοπα τους νέοπες
     κλητική νέοπα νέοπες
Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
νέοπας < νέ(ος) + -οπας < -ωψ

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

νέοπας αρσενικό

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συνώνυμα

επεξεργασία

Αντώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία
  • → δείτε τη λέξη νέος

  Μεταφράσεις

επεξεργασία