Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το νιάτο τα νιάτα
      γενική του νιάτου των νιάτων
    αιτιατική το νιάτο τα νιάτα
     κλητική νιάτο νιάτα
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

νιάτο < ενικός τού νιάτα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

νιάτο ουδέτερο

  1. (οικείο, προφορικό) κάποιος νέος άνθρωπος
  2. (ειδικότερα, στρατιωτική αργκό) νεοσύλλεκτος [1]
    Πού πας ρε νιάτο;
     συνώνυμα: νέοπας, νιούμπα
     αντώνυμα: πάλιουρας

Συγγενικά επεξεργασία

  • → δείτε τη λέξη νέος

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. Νίκος Λακόπουλος, Το αλφαβητάρι του στρατιώτη (Αθήνα: Δίαυλος, 1994, ISBN 960-7140-62-1), σ. 190.