Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική τα νιάτα
      γενική των νιάτων
    αιτιατική τα νιάτα
     κλητική νιάτα
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

νιάτα < μεσαιωνική ελληνική τα νεάτα < τα νεότα < αρχαία ελληνική νεότης

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈɲa.ta/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

νιάτα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

  1. η νεότητα, η χρονική περίοδος της ζωής ενός ανθρώπου κατά την οποία αυτός είναι νέος
     συνώνυμα: νεότητα
     αντώνυμα: γεράματα
    θυμάμαι τα νιάτα μου
  2. συλλογικά οι νέοι άνθρωποι
    τόπο στα νιάτα!

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία

νιάτα