νιάτα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | νιάτα | ||
γενική | των | νιάτων | ||
αιτιατική | τα | νιάτα | ||
κλητική | νιάτα | |||
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- νιάτα < μεσαιωνική ελληνική τα νεάτα < τα νεότα < αρχαία ελληνική νεότης
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
νιάτα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- η νεότητα, η χρονική περίοδος της ζωής ενός ανθρώπου κατά την οποία αυτός είναι νέος
- συλλογικά οι νέοι άνθρωποι
- τόπο στα νιάτα!
Μεταφράσεις επεξεργασία
νιάτα
τόπο στα νιάτα!
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία
νιάτα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του νιάτο