Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /nu.vo/
 

  Επίθετο

επεξεργασία
γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό nouveau nouveaux
θηλυκό nouvelle nouvelles

nouveau (fr) και nouvel (θηλυκό: nouvelle)

Σημειώσεις

επεξεργασία
nouveau χρησιμοποιείται πριν ένα σύμφωνο, nouvel πριν ένα φωνήεν:
un nouveau cartable
un nouvel avion