nouvelle
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
nouvelle | nouvelles |
nouvelle (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- (συνήθως στον πληθυντικό) το νέο, η είδηση, το μαντάτο, το χαμπάρι,το χαμπέρι
- j'ai entendu une nouvelle - άκουσα ένα νέο
- j'ai entendu aux nouvelles... - άκουσα στα νέα..
- quelles sont les nouvelles du jour ? - ποια είναι τα σημερινά νέα;
- η νουβέλα
- il a écrit une autre nouvelle - έγραψε μια άλλη νουβέλα
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαnouvelle (fr)
- θηλυκό του nouveau
- il a une nouvelle secrétaire - έχει μια νέα γραμματέα
- il s'est acheté une nouvelle voiture - αγόρασε ένα νέο αυτοκίνητο