Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η νουβέλα οι νουβέλες
      γενική της νουβέλας
    αιτιατική τη νουβέλα τις νουβέλες
     κλητική νουβέλα νουβέλες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

νουβέλα < γαλλική nouvelle + κατάληξη θηλυκού < μέση γαλλική nouvelle < παλαιά γαλλική novele < δημώδης λατινική *novella < λατινική novellus < novus

  Ουσιαστικό επεξεργασία

νουβέλα θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία