↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο άβγαλτος η άβγαλτη το άβγαλτο
      γενική του άβγαλτου της άβγαλτης του άβγαλτου
    αιτιατική τον άβγαλτο την άβγαλτη το άβγαλτο
     κλητική άβγαλτε άβγαλτη άβγαλτο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι άβγαλτοι οι άβγαλτες τα άβγαλτα
      γενική των άβγαλτων των άβγαλτων των άβγαλτων
    αιτιατική τους άβγαλτους τις άβγαλτες τα άβγαλτα
     κλητική άβγαλτοι άβγαλτες άβγαλτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
άβγαλτος < ά- + βγάζω + -τος[1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈa.vɣal.tos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ά‐βγαλ‐τος

  Επίθετο

επεξεργασία

άβγαλτος, -η, -ο

  1. (μεταφορικά) που δεν έχει βγει καθόλου έξω, δεν έχει κοινωνική ή ερωτική εμπειρία
    ⮡ πρόσεχέ τον, έτσι άβγαλτος που είναι, είναι πολύ εύκολο να τον εκμεταλλευτούν
  2. (σπάνιο) (για φυτά) που δεν έχει φυτρώσει
    ⮡ το σιτάρι είναι άβγαλτο

Συνώνυμα

επεξεργασία

Αντώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  • άβγαλτοςΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)