άβγαλτος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | άβγαλτος | η | άβγαλτη | το | άβγαλτο |
γενική | του | άβγαλτου | της | άβγαλτης | του | άβγαλτου |
αιτιατική | τον | άβγαλτο | την | άβγαλτη | το | άβγαλτο |
κλητική | άβγαλτε | άβγαλτη | άβγαλτο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | άβγαλτοι | οι | άβγαλτες | τα | άβγαλτα |
γενική | των | άβγαλτων | των | άβγαλτων | των | άβγαλτων |
αιτιατική | τους | άβγαλτους | τις | άβγαλτες | τα | άβγαλτα |
κλητική | άβγαλτοι | άβγαλτες | άβγαλτα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈa.vɣal.tos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ά‐βγαλ‐τος
Επίθετο
επεξεργασίαάβγαλτος, -η, -ο
- (μεταφορικά) που δεν έχει βγει καθόλου έξω, δεν έχει κοινωνική ή ερωτική εμπειρία
- ⮡ πρόσεχέ τον, έτσι άβγαλτος που είναι, είναι πολύ εύκολο να τον εκμεταλλευτούν
- (σπάνιο) (για φυτά) που δεν έχει φυτρώσει
- ⮡ το σιτάρι είναι άβγαλτο
Συνώνυμα
επεξεργασίαΑντώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία άβγαλτος
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ άβγαλτος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Πηγές
επεξεργασία- άβγαλτος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)