ξεπεταγμένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ξεπεταγμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου ξεπετώ
Μετοχή
επεξεργασίαξεπεταγμένος, -η, -ο
- εκείνος ή εκέινη που έχει πρόωρη σωματική ανάπτυξη
- Ήταν μόλις 12 χρονών αλλά ξεπεταγμένη.
- → δείτε τη λέξη ξεπετώ και ξεπετάγομαι
Μεταφράσεις
επεξεργασία ξεπεταγμένος
|