ξεβγαλμένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΜετοχή
επεξεργασίαξεβγαλμένος, -η, -ο
- μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος ξεβγάζω και ξεβγαίνω κυρωίς ως επίθετο:
- (προφορικό) που είναι πολύ έμπειρος και ικανός στην αντιμετώπιση δυσκολιών
- (προφορικό, ειδικότερα) που έχει εμπειρίες σε ερωτικές καταστάσεις
Αντώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ξεβγαλμένος
|