Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
tenderfoot
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Αγγλικά (en)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Προφορά
1.3
Επίθετο
Αγγλικά
(en)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
tenderfoot
<
tender
+
foot
Προφορά
επεξεργασία
ΔΦΑ
: /
ˈtɛn.də(ɹ).fʊt
/
Επίθετο
επεξεργασία
tenderfoot
(en)
(
πληθυντικός
:
tenderfeet
ή
tenderfoots
)
νεοφερμένος
,
νέηλυς
αρχάριος
καλομαθημένος
(
κατ’ επέκταση
)
λυκόπουλο
(στον
προσκοπισμό
)