καλομαθημένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Μετοχή
επεξεργασία
καλομαθημένος, -η, -ο
- μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος καλομαθαίνω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
καλομαθημένος
|
καλομαθημένος, -η, -ο
|