λυκόπουλο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- λυκόπουλο < μεσαιωνική ελληνική λυκόπουλο < λύκος + -όπουλο (3. (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική wolf cub)
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /liˈko.pu.lo/
Ουσιαστικό επεξεργασία
λυκόπουλο ουδέτερο
- υποκοριστικό του λύκος
- άλλες μορφές: λυκάκι
- (θηλαστικό ζώο) το μικρό ενός λύκου
- άλλες μορφές: λυκάκι
- παιδί μέλος του παιδικού τμήματος στον προσκοπισμό
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη λύκος
Μεταφράσεις επεξεργασία
μικρός λύκος ή μικρό λύκου
|