Ετυμολογία

επεξεργασία
τραπεζώνω < αρχαία ελληνική τραπεζόω-τραπεζῶ

τραπεζώνω

  1. προσκαλώ κάποιον σε γεύμα για τιμητικούς λόγους
    στο γάμο τους, τραπέζωσαν πολύ κόσμο

Συνώνυμα

επεξεργασία
  • του κάνω το τραπέζι

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία