Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η παννυχίδα οι παννυχίδες
      γενική της παννυχίδας των παννυχίδων
    αιτιατική την παννυχίδα τις παννυχίδες
     κλητική παννυχίδα παννυχίδες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

παννυχίδα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική παννυχίς από την αιτιατική «τὴν παννυχίδα» [1] → δείτε απώτερη αρχή, οι αρχαίες λέξεις  πᾶς& νύξ
  • ο εκκλησιαστικός όρος < μεσαιωνική σημασία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /pa.niˈçi.ða/
τυπογραφικός συλλαβισμός: παν‐νυ‐χί‐δα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

παννυχίδα θηλυκό

  1. (θρησκεία) ολονύκτια εορτή αρχαίων θρησκειών
  2. (εκκλησιαστικός όρος) ολονύκτια ακολουθία που τελείται από την προηγούμενη μέρα χριστιανικής εορτής
     συνώνυμα: ολονυκτία, αγρυπνία
  3. (εκκλησιαστικός όρος, ιδιωματισμός) βρασμένο στάρι με διάφορους καρπούς που «υψώνεται» τελετουργικά και ευλογείται σε εκκλησίες από τους συγγενείς κάποιου εορτάζοντα ή τον ίδιο τον εορτάζοντα
     συνώνυμα: ύψωμα
  4. (κατ’ επέκταση) ολονύκτιο γλέντι
     συνώνυμα: νυχτέρι

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία

παννυχίδα θηλυκό