παννυχίδα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- παννυχίδα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική παννυχίς από την αιτιατική «τὴν παννυχίδα» [1] → δείτε απώτερη αρχή, οι αρχαίες λέξεις πᾶς& νύξ
- ο εκκλησιαστικός όρος < μεσαιωνική σημασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /pa.niˈçi.ða/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : παν‐νυ‐χί‐δα
Ουσιαστικό επεξεργασία
παννυχίδα θηλυκό
- (θρησκεία) ολονύκτια εορτή αρχαίων θρησκειών
- (εκκλησιαστικός όρος) ολονύκτια ακολουθία που τελείται από την προηγούμενη μέρα χριστιανικής εορτής
- (εκκλησιαστικός όρος, ιδιωματισμός) βρασμένο στάρι με διάφορους καρπούς που «υψώνεται» τελετουργικά και ευλογείται σε εκκλησίες από τους συγγενείς κάποιου εορτάζοντα ή τον ίδιο τον εορτάζοντα
- (κατ’ επέκταση) ολονύκτιο γλέντι
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ παννυχίδα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία
παννυχίδα θηλυκό