Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ολονυκτία οι ολονυκτίες
      γενική της ολονυκτίας των ολονυκτιών
    αιτιατική την ολονυκτία τις ολονυκτίες
     κλητική ολονυκτία ολονυκτίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ολονυκτία < ολονύκτιος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ολονυκτία θηλυκό ή ολονυχτία

παρακολουθήσαμε μια ολονυκτία στο μοναστήρι


Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία