Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ολονύκτιος η ολονύκτια το ολονύκτιο
      γενική του ολονύκτιου της ολονύκτιας του ολονύκτιου
    αιτιατική τον ολονύκτιο την ολονύκτια το ολονύκτιο
     κλητική ολονύκτιε ολονύκτια ολονύκτιο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ολονύκτιοι οι ολονύκτιες τα ολονύκτια
      γενική των ολονύκτιων των ολονύκτιων των ολονύκτιων
    αιτιατική τους ολονύκτιους τις ολονύκτιες τα ολονύκτια
     κλητική ολονύκτιοι ολονύκτιες ολονύκτια
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ολονύκτιος < (ελληνιστική κοινήὁλονύκτιος < ὅλος + νύξ

  Επίθετο επεξεργασία

ολονύκτιος, -α, -ο

Άλλες μορφές επεξεργασία

Αντώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία