Δείτε επίσης: ἀγρυπνία
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αγρυπνία οι αγρυπνίες
      γενική της αγρυπνίας των αγρυπνιών
    αιτιατική την αγρυπνία τις αγρυπνίες
     κλητική αγρυπνία αγρυπνίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

αγρυπνία θηλυκό

  1. (λόγιο) το να παραμένει κανείς ξύπνιος κατά τη διάρκεια της νύχτας
     συνώνυμα: αγρύπνια (λαϊκότροπο)
  2. (θρησκεία) θρησκευτική τελετή που γίνεται τις νυχτερινές ώρες
     συνώνυμα: ολονυκτία

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία