παννυχίς
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|---|
πᾰννῠχῐδ- | |||||
ονομαστική | ἡ | παννυχίς | αἱ | παννυχίδες | |
γενική | τῆς | παννυχίδος | τῶν | παννυχίδων | |
δοτική | τῇ | παννυχίδῐ | ταῖς | παννυχίσῐ(ν) | |
αιτιατική | τὴν | παννυχίδᾰ | τὰς | παννυχίδᾰς | |
κλητική ὦ! | παννυχίς* | παννυχίδες | |||
δυϊκός | |||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | παννυχίδε | |||
γεν-δοτ | τοῖν | παννυχίδοιν | |||
Με βραχύ γιώτα στο θέμα -ίς -ίδος. * Κατά τη Γραμματική του Smyth, η κλητική ενικού χωρίς το -ς | |||||
3η κλίση, Κατηγορία 'πατρίς' όπως «πατρίς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- παννυχίς' < παν- + νυχ- θέμα του νύξ, νυχτ-, με επίδραση του ύψιλον ή πιθανόν με εσφαλμένη ανάλυση νυχ- + -ς > νύξ αντί του νυχτ- + -ς > νύξ + -ίς[1]
- ΑΠΟΓΟΝΟΙ: ⇘ νέα ελληνικά: παννυχίδα → δείτε και το μεσαιωνικό παννυχία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπαννυχίς, -ίδος θηλυκό
Παράγωγα
επεξεργασίαπαράγωγα & σύνθετα
Συγγενικά
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ παννυχίδα - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
επεξεργασία- παννυχίς - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.