Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

πάννυχος < παν- + νύξ

  Επίθετο επεξεργασία

πάννυχος -ος -ον

  1. που διαρκεί όλη τη νύχτα, ολονύκτιος
  2. (ως επιρρηματικό κατηγορούμενο σε πρόσωπα) για όλη τη διάρκεια της νύχτας
     συνώνυμα: παννύχιος