Ετυμολογία

επεξεργασία
παννύχιος < παν- + νύξ

  Επίθετο

επεξεργασία

παννύχιος -ος -ον

  1. (ως επιρρηματικό κατηγορούμενο σε πρόσωπα) για όλη τη διάρκεια της νύχτας
     συνώνυμα: πάννυχος