ευλογώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ευλογώ < αρχαία ελληνική εὐλογέω / εὐλογῶ
Ρήμα
επεξεργασίαευλογώ, πρτ.: ευλογούσα, στ.μέλλ.: θα ευλογήσω, αόρ.: ευλόγησα, παθ.φωνή: ευλογούμαι, μτχ.π.π.: ευλογημένος
- (θρησκεία, στον εκκλησιαστικό λόγο) επικαλούμαι τη θεία χάρη για ανθρώπους ή σχετικά με αυτούς αντικείμενα
- δίνω την ευχή μου, την ευλογία μου
- ※ ο παπάς ευλόγησε τα θεμέλια της οικοδομής
- δηλώνω ότι αισθάνομαι ευγνωμοσύνη για κάποιον που με ευεργέτησε ή ότι είμαι χαρούμενος για κάποιο θετικό γεγονός
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ευλογώ
|