Δείτε επίσης: εὐχή

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ευχή οι ευχές
      γενική της ευχής των ευχών
    αιτιατική την ευχή τις ευχές
     κλητική ευχή ευχές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ευχή < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική εὐχή

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /efˈçi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ευ‐χή

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ευχή θηλυκό

  1. η προφορική έκφραση της επιθυμίας και της ελπίδας για κάτι που θέλουμε να συμβεί στο μέλλον
  2. η ευλογία (όπως των γονιών)
    έχε την ευχή μου
  3. (κατ’ επέκταση) η συγκατάθεση
  4. τυπική έκφραση που λέγεται ή γράφεται σε γιορτές ή πριν από ένα σημαντικό γεγονός
  5. παράκληση, δέηση που διαβάζεται από έναν ιερέα

Άλλες μορφές επεξεργασία

Εκφράσεις επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία