ευχετήριος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ευχετήριος < ευχέτης + -τήριος < ελληνιστική κοινή εὐχέτης < αρχαία ελληνική εὐχετάομαι / εὐχετῶμαι, επικός τύπος του εὔχομαι < εὐχή
Επίθετο
επεξεργασίαευχετήριος, -ια/-ιος, -ο(ν)
- με τον οποίο εκφράζουμε ή στέλνουμε τις ευχές μας
- ευχετήρια επιστολή, ευχετήριο τηλεγραφημα
- (ουσιαστικοποιημένο) ευχετήριο: η ευχετήρια επιστολή
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη ευχή