ευκτήριος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ευκτήριος < ελληνιστική κοινή εὐκτήριος < αρχαία ελληνική εὔχομαι
Επίθετο
επεξεργασίαευκτήριος
- (αρχαιοπρεπές) που έχει σχέση με προσευχή ή αναφέρεται σ’ αυτή
Δείτε επίσης : εὐκτήριος |
ευκτήριος